επικουρικός

επικουρικός
subsidiary

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επικουρικός — ή, ό (Α ἐπικουρικός, ή, όν) [επίκουρος] βοηθητικός, ενισχυτικός («ἐπικουρικοῡ... γένους», Πλάτ.) νεοελλ. αυτός που έχει δευτερεύουσα σημασία αρχ. 1. (για στρατό) εφεδρικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικουρικόν συμμαχική δύναμη 3. αυτός που ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • επικουρικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που χρησιμεύει για επικουρία (βοήθεια), για ενίσχυση, ενισχυτικός: Επικουρικό επίδομα. 2. μτφ., που έχει δευτερεύουσα σημασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπικουρικά — ἐπικουρικός serving as neut nom/voc/acc pl ἐπικουρικά̱ , ἐπικουρικός serving as fem nom/voc/acc dual ἐπικουρικά̱ , ἐπικουρικός serving as fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρικόν — ἐπικουρικός serving as masc acc sg ἐπικουρικός serving as neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρικοῦ — ἐπικουρικός serving as masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρικήν — ἐπικουρικός serving as fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρικῶς — ἐπικουρικός serving as adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρικῷ — ἐπικουρικός serving as masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… …   Dictionary of Greek

  • βελονογναθικός — ή, ό ανατ. φρ. «βελονογναθικός σύνδεσμος» επικουρικός σύνδεσμος της κροταφογναθικής άρθρωσης …   Dictionary of Greek

  • ενισχυτικός — ή, ό αυτός που βοηθεί, τονώνει, δυναμώνει, παρέχει ενίσχυση, ο επικουρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενισχυτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”